- εφεκτικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἐφεκτικός, -ή, -όν) [επέχω]1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ φιλοσόφων, οἱ μὲν γεγόνασι δογματικοί, οἱ δὲ ἐφεκτικοίδογματικοὶ μέν, ὅσοι περὶ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνονται, ὡς καταληπτῶνἐφεκτικοὶ δέ, ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν, ὡς ἀκαταλήπτων», Διογ. Λαέρ.)μσν.στυπτικός, συσταλτικόςμσν.-αρχ.ικανός να συγκρατήσει, να σταματήσει, συγκρατητικός («ἐφεκτικὸς ἀφροδισίων», Γεωπ.)αρχ.1. κατασταλτικός, θεραπευτικός («καὶ σηπεδόνων ἐφεκτικοί», Διοσκ.)2. (γεωμ.) φρ. «ἐφεκτικὸς τόπος» — ο ακίνητος τόπος.επίρρ...εφεκτικώς (Α εφεκτικώς)κατά εφεκτικό τρόπο, επιφυλακτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω (< επί + ἔχω)το -φ- λόγω τής δασύτητας τού β' συνθετικού: εφ-εκτικός (< επί + ἑκτικός)].
Dictionary of Greek. 2013.